Κάψας

Κάψας
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 505 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου, 15 χλμ. Β της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαντινείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάνοιξη κάψας — Χειρουργική τομή σε μία σωματική κάψα, όπως είναι ο φακός του ματιού, για αφαίρεση καταρράκτη …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • Chalkidiki — Περιφερειακή ενότητα Χαλκιδικής   Regional unit   Municipalities of Chalkidiki …   Wikipedia

  • Капсас, Стаматиос — Бюст Стаматиоса Капсаса при юго восточном въезде в Фессалоники. Там где фессалоникийцы ждали его как освободителя (но освобождение состоялось 91 годами позже) Стаматиос Капсас или Хапсас (греч …   Википедия

  • επίφραγμα — το (Α ἐπίφραγμα) το φράγμα ενός ανοίγματος, ο φραγμός, το κάλυμμα, το πώμα νεοελλ. βοτ. ο υμένας που φράζει το άνοιγμα τής κάψας* μερικών βρυοφύτων αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφράγματα τὰ ὑπὸ τὸ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

  • κρανιοπλαστική — και κρανιοπλαστία, η ιατρ. μεταμόσχευση οστεοπεριοστικού κρημνού σε έλλειμμα τής κρανιακής κάψας για διευκόλυνση τού σχηματισμού οστίτη ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioplastie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + …   Dictionary of Greek

  • κυστεοτομία — (I) η ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής ουροδόχου κύστεως με σκοπό τη διερεύνηση τής κοιλότητάς της, την αφαίρεση ξένου σώματος ή λίθου και τη θεραπεία μιας βλάβης τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystotomie < cyst(o) (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”